- σής
- -ητός, ὁ, ΝΑ(λόγ. τ.) λεπιδόπτερο έντομο, ο σκόρος (α. «οὐ σὴν οὐδὲ κὶς δάπτει», Πίνδ.β. «ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει», ΚΔ)αρχ.1. ειρων. σχολαστικός γραμματικός τής Αλεξανδρινής εποχής2. (κατά τον Ησύχ.) «σκώληξ ὁ ἐν τοῑς μελισσ(ε)ίοις γιγνόμενος».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα -ής κατά τα σιγμόληκτα επίθετα (πρβλ. σαφ-ής). Έχουν προταθεί διάφορες συνδέσεις τής λ., όπως με το απαρμφ. ψῆν «ξύνω» ή με το ρ. σίνομαι* «βλάπτω» και το λατ. tinea «σκόρος». Κατ' άλλους, ίσως πρόκειται για σημιτικό δάνειο, πρβλ. ακκαδ. sāsu, εβρ. sās «σκόρος», αρμ. cec «σκουλήκι», αν δεν πρόκειται για συμπτωματική αντιστοιχία στην σημ. και την μορφή].
Dictionary of Greek. 2013.